Στις 2 Απριλίου 1805 γεννήθηκε ο
σπουδαίος παραμυθάς Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Στις 2 Απριλίου, έχει
καθιερωθεί να γιορτάζεται η Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου. Με αυτή την
αφορμή ζητήσαμε από μερικούς από τους πλέον καταξιωμένους Έλληνες
συγγραφείς και εικονογράφους βιβλίων για παιδιά και εφήβους να θυμηθούν
ποια από τα βιβλία τα οποία διάβαζαν ως παιδιά εξακολουθούν να έχουν
κάποια ιδιαίτερη σημασία για αυτούς.
Οι απαντήσεις τους, σε ορισμένες
περιπτώσεις συμπίπτουν μαρτυρώντας κοινά βιώματα και ίδια γενιά. Σε
άλλες επιλογές οι γενιές συναντιούνται, σε άλλες όχι. Κάποιοι μοιάζουν
να επέστρεψαν για λίγο στην παιδική τους ηλικία, άλλοι απάντησαν πιο
λιτά. Όλοι μοιράζονται μαζί μας ένα κομμάτι της παιδικής τους ιστορίας,
ένα κομμάτι του εαυτού τους.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Ροβινσών Κρούσος,
γιατί ήταν το πρώτο βιβλίο που μου χάρισαν στην ηλικία των επτά χρόνων,
γιατί ήταν μια περιπέτεια με αληθοφανή χαρακτηριστικά, γιατί
πραγματευόταν με κάποιο τρόπο το θέμα της διαφορετικότητας και τη
συμφιλίωση μ’ αυτήν (Ροβινσών-Παρασκευάς). Στα μείον του, η κακή του
εικονογράφηση. Τη θεωρούσα και τη θεωρώ και τώρα απλοϊκή, κυρίως για τα
παιδικά μάτια.
ΜΑΓΙΑ ΔΕΛΗΒΟΡΙΑ
Το ερώτημά σας με έβαλε σε μπελάδες. Εδώ και ώρα, η Πίπη η Φακιδομύτη σπρώχνεται με τον Νιλς Χόλγκερσον
για το ποιος θα πάρει την πρωτιά. Πέρασα τόσα χρόνια να φαντάζομαι τον
εαυτό μου να ζει στη Βίλα Βιλεκούλα μαζί της, να σκαρφαλώνει σε
πολυελαίους, να σηκώνει ψηλά με το ένα χέρι τον ανυπόφορο νταή που τα
έβαζε με τους μικρότερους και τη θαύμαζα τόσο που γύριζε το κεφάλι της
στον ουρανό και έκλεινε το μάτι στην πεθαμένη της μητέρα φωνάζοντας «Μην
Ανησυχείς! Τα πάω μια χαρά!»
Αλλά και εκείνο το πέταγμα στους
ουρανούς της Λαπωνίας στους ώμους ενός χήνου νομίζω ότι ακόμα με κάνει
να νιώθω πως έτοιμη είμαι να απογειωθώ με την Άκα και το κοπάδι της. Ο Νιλς Χόλγκερσον της
Σέλμα Λάγκερλεφ, που θα μάθει από το ταξίδι την αξία της
συντροφικότητας, του σεβασμού και της αγάπης. Μου διάβαζε αυτό το βιβλίο
ο πατέρας μου κάθε βράδυ, όπως και το Δυο Χρόνια διακοπές του Ιουλίου Βερν, τον Μόγλη του Κίπλινγκ,
όχι γιατί δεν ήξερα να διαβάζω, αλλά γιατί δεν υπάρχει καλύτερο από το
να σου διαβάζει ο πατέρας σου πριν να κοιμηθείς. Ο καλύτερος τρόπος να
μάθεις τα παιδιά σου να διαβάζουν. Κι όταν δε μπορούσε, μου πήρε ο
πονηρός Τα παραμύθια από το τηλέφωνο του Ροντάρι και εγώ νόμιζα πώς τα είχε γράψει εκείνος για μένα με ψευδώνυμο!
Για μια στιγμή όμως, γιατί εκεί στη γωνία ένα πονηρό αγόρι ντυμένο ναυτικά νομίζω μούτρωσε. Ο Τρελαντώνης
της Πηνελόπης Δέλτα έλιωσε από τις πολλές φορές που το διάβασα και το
ξαναγόρασα, και κάποιο άλλο αγόρι της Άλκης Ζέη με σκασμένα γόνατα που
τον λένε Πέτρο με πήγε τον πιο σημαντικό περίπατο στη σύγχρονη ιστορία.
Ένα καπλάνι της βιτρίνας έλιωσε κι αυτό μα δεν ήθελα να το αποχωριστώ. Κάποια στιγμή νόμιζα ότι είχα χάσει το Όταν ο ήλιος της Ζωρζ Σαρή και μου είχε στοιχίσει αλλά το είδα στο σπίτι της αδερφής μου και κατάλαβα πως ήταν σε καλά χέρια.
Η Νέα Παιδική Ανθολογία
σε επιμέλεια της Αντιγόνης Μεταξά δεν έχει πια εξώφυλλο αλλά μου έμαθε
όλους τους ποιητές και με έβαλε να προσπαθώ να αποστηθίσω όσα
περισσότερα ποιήματα μπορούσα.
Τα ράφια με τα παραμύθια έχουν ξεσηκωθεί
και με το δίκιο τους. Τόσα χρόνια μου έκαναν παρέα και παρηγοριά για να
μεγαλώσω. Άντερσεν, Γκριμ, Ελληνικά, Αραβικά, Ρώσικα σε στίχους του
Πούσκιν μου έμαθαν τον κόσμο αλλά και κάτι ακόμα. Με έμαθαν να γράφω.
Η συλλογή μου από τα Κλασσικά Εικονογραφημένα είναι η πιο καλοδιατηρημένη. Τα ξαναγόρασα όλα από την αρχή γιατί έγιναν φύλλο και φτερό στα χέρια αδερφών και εξαδέλφων.
Πώς να διαλέξω το πιο σημαντικό για μένα
βιβλίο από αυτά που διάβασα ως παιδί και να μην στενοχωρήσω κανέναν από
τους παιδικούς μου ήρωες; Κοιτάζω τη βιβλιοθήκη μου και βρίσκονται
πάντα εκεί, στην πιο καλή θέση, να τα βλέπω και να με βλέπουν. Άλλοι
κρατάνε τα παιχνίδια τους, εγώ τα παιδικά μου τα βιβλία. Ξέρω πολύ καλά,
πως η ζωή μου θα ήταν πιο φτωχή αν δεν είχε φτιαχτεί αυτή η μαγική
παρέλαση μέσα στο μυαλό μου από αυτά τα πλάσματα της φαντασίας σπουδαίων
ανθρώπων.
ΜΥΡΤΩ ΔΕΛΗΒΟΡΙΑ
Μικρή διάβαζα κυρίως κόμικς. Όλα όσα κυκλοφορούσαν στα ελληνικά του René Goscinny- Asterix, Λούκυ Λουκ, Ούμπα-Πα και Ιζνογκούντ, Tintin του Hergé και Μίκυ Μάους. Τα μόνα βιβλία που θυμάμαι να έχω διαβάσει είναι το Παραμύθια από το τηλέφωνο του Τζιάννι Ροντάρι, ο Μικρός Νικόλας πάλι του René Goscinny και Το καπλάνι της βιτρίνας της Άλκης Ζέη. Αυτά μόνο. Και αυτός είναι ήδη ένας λόγος για τον οποίον όλα τους έχουν σημασία για μένα.
Τον Μικρό Νικόλα τον
έχω διαβάσει πολλές φορές από τότε και τον διαβάζω ακόμα και είναι πάντα
το ίδιο απολαυστικός και αστείος. Το ίδιο και τα κόμικς του Goscinny
κυρίως.
Τα Παραμύθια από το τηλέφωνο μου άρεσαν γιατί ήταν τελείως παράλογα, απ’ό,τι θυμάμαι.
Και Το καπλάνι της βιτρίνας,
εκτός του ότι ήμουν για πρώτη φορά περήφανη που διάβαζα ολόκληρο
βιβλίο, που είχε μάλιστα μια ηρωίδα με το όνομά μου, με είχε συγκινήσει
κιόλας.
ΑΡΗΣ ΔΗΜΟΚΙΔΗΣ
Θα σας γράψω για τέσσερα βιβλία που μου έχουν μείνει από την παιδική μου ηλικία.
Ο Θησαυρός της Βαγίας, της Ζωρζ Σαρή. Έχει γράψει και πολύ καλύτερα (πόσο είχα κλάψει με το Ψέμα!)
όμως το μείγμα συναρπαστικής περιπέτειας και καλής παιδικής λογοτεχνίας
που υπάρχει στο Θησαυρό της Βαγίας είναι -κατά τη γνώμη μου-
αξεπέραστο. Αποδεικνύει περίτρανα πως τα ελληνικά παιδικά βιβλία δεν
χρειάζεται να είναι απαραίτητα σοβαρά, πολιτικά, ή βαρετά.
Απομυθοποιώντας το μυστήριο και την περιπέτεια, η Ζωρζ Σαρρή μου άνοιξε
πολλούς και διαφορετικούς ορίζοντες - και στη ζωή μου και στο γράψιμο
φυσικά.
Ο Μικρός Νικόλας,
του René Goscinny. Ποτέ δεν έγινα τόσο άτακτος όσο ο Νικόλας και η
παρέα του - μου έμαθε όμως να βλέπω και ως μεγάλος τον κόσμο με μάτια
αθώα και παιδικά. Διάπλατα ανοιχτά απ' τις (ευχάριστες ως επί το
πλείστον) εκπλήξεις που φέρνει κάθε μέρα η ζωή. Μερικές φορές η παιδική
αφέλεια προσφέρει μεγαλύτερη ηρεμία ψυχής απ' την ενήλικη καχυποψία.
Τα μυστήρια της Ένιντ Μπλάιτον. Όλα των Μυστικών Επτά και των Πέντε Φίλων.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν τα διάβαζα ως παιδί, μου φαινόταν
τρομερά θρίλερ - η αγωνία τους με συντρόφευε ακόμα και σε νυχτερινούς
εφιάλτες. Σήμερα που τα ξαναδιαβάζω καμιά φορά εκπλήσσομαι: είναι φριχτά
κακογραμμένα, συνεχώς επαναλαμβανόμενα, τρομακτικά αφελή κι έχουν
σχεδόν βουλιμική εμμονή με τα φαγητά. Τα αγαπούσα πολύ όμως - και θεωρώ
ότι ακόνιζαν και το μυαλό. Τα σημερινά παιδιά βέβαια δεν θα τρόμαζαν
ούτε στο ελάχιστο και μάλλον θα τα βαριόταν πολύ...
Τα Ημερολόγια του Άντριαν Μολ.
Η σειρά βιβλίων της Σου Τάουνσεντ με ήρωα ένα 13χρονο αγόρι και το
ξεκαρδιστικά αφελές αλλά ταυτόχρονα πανέξυπνο ημερολόγιό του ήταν για
μένα μια αποκάλυψη. Ο Μολ μεγάλωνε όπως μεγάλωνα κι εγώ - ακόμα και
σήμερα που πλησιάζει τα σαράντα ακόμα βγαίνουν βιβλία για την τωρινή του
ζωή. Δεν είναι παιδικά βιβλία τα Ημερολόγιά του (όπως ας πούμε το κατά
πολύ υποδεέστερο, σύγχρονο, Ημερολόγιο ενός Σπασίκλα), αλλά σημάδεψαν
την παιδική μου ηλικία, και όχι μόνο. Δεν είναι ούτε εφηβικά τα βιβλία
αυτά: είναι βιβλία για όλους - κάτι που νομίζω ότι είναι, εξάλλου, ο
ορισμός του καλού βιβλίου.
ΑΛΚΗ ΖΕΗ
Όταν ήμουνα μικρή τα ελληνικά παιδικά βιβλία ήτανε μετρημένα στα δάχτυλα. Κυρίως μια ήτανε η συγγραφέας, η Πηνελόπη Δέλτα που Τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου και τον Τρελλαντώνη θα τα είχα διαβάσει άπειρες φορές.
Πριν λίγα χρόνια σε μια καινούργια
έκδοση που έβγαλε η Εστία του Τρελαντώνη μου ζήτησαν να γράψω τον
πρόλογο. Έτσι ξαναδιάβασα το βιβλίο και είδα πως μια φράση την είχα
γράψει ατόφια στο βιβλίο μου «Το Καπλάνι της βιτρίνας» σίγουρη πως είναι
δική μου. Υπήρχαν όμως και πολλά μεταφρασμένα βιβλία.
Ο Ελευθερουδάκης είχε βγάλει μια ολόκληρη σειρά μεταξύ των οποίων Ο Νίλς Χόλγκερσον και οι αγριόπαπιες της
Σέλμα Λάγκερλεφ που ήτανε το αγαπημένο μου. Διάβαζα πολύ. Μήπως στην
εποχή μου είχαμε και τίποτα άλλο να κάνουμε; Δεν ξέρω αν θα είχα γίνει
συγγραφέας αν δεν είχα διαβάσει τόσα βιβλία.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
Όλα τα βιβλία που θυμάμαι ότι διάβασα
μικρός παραμένουν σημαντικά. Ίσως γιατί τα άλλα, αυτά που δεν θεωρώ
σημαντικά, τα παρέδωσα στη λήθη. Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στη
δεκαετία του ’70 δεν κυκλοφορούσαν τόσα πολλά παιδικά βιβλία όπως
σήμερα. Εγώ είμαι τυχερός γιατί στο σπίτι μας υπήρχαν βιβλία και γιατί ο
θείος μου Μανώλης Γιαλουράκης μου χάρισε το 1975 το βιβλίο Παραμύθια Άντερσεν
σε δική του μετάφραση και προσαρμογή, από τις Εκδόσεις Χρυσή Πέννα. Κι
έτσι δεν είναι καθόλου περίεργο που βρέθηκα φίλος με το Αηδόνι, το
Κοριτσάκι με τα σπίρτα, τη Μικρή Νεράιδα. Ποτέ από τότε δεν αποχωρίστηκα
τα παραμύθια του Άντερσεν. Αντλώ δύναμη από αυτά – ακόμη αφουγκράζομαι
την θλίψη που περιέχουν, την απογοήτευση από το συνάνθρωπο μα και την
ελπίδα το ασχημόπαπο να γίνει κύκνος. Ο θείος μου χάρισε και τα βιβλία Παραμύθια Γκριμμ και Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων. Αλλά όπως αγάπησα τα παραμύθια του Άντερσεν δεν αγάπησα άλλα.
Μετά από ένα χρόνο, το 1976, ήρθε στη ζωή μου ο Μέλιος, από το βιβλίο Ένα παιδί μετράει τα άστρα,
του Μενέλαου Λουντέμη, όπως και στη ζωή κάθε εφήβου της εποχής.
Ταυτίστηκα με το Μέλιο κι ο κόσμος του έγινε κόσμος μου. Η συνάντηση με
καλούς φίλους αλλά και σκληρούς ανθρώπους, η φιλιά αλλά και η προδοσία, η
τρυφερότητα αλλά και η αδικία έγιναν δικά μου βιώματα στην πορεία προς
την ενηλικίωση. Ακόμη κι αν άλλαξα και δεν ταυτίζομαι πια με το Μέλιο
αλλά με το δάσκαλό του, το βιβλίο παραμένει σημείο αναφοράς μιας άλλης
Ελλάδας, μιας άλλης εποχής τόσο μακρινής και κοντινής συνάμα!
ΕΛΕΝΗ ΚΑΤΣΑΜΑ
Κοντά στις ράγες της Άλκης Ζέη, Τα ξύλινα σπαθιά του Παντελή Καλιότσου, Στα παλάτια της Κνωσού του Νίκου Καζαντζάκη, Ζητείται ελπίς του Αντώνη Σαμαράκη, Ένα παιδί μετράει τ' άστρα του Μενέλαου Λουντέμη, Ο θησαυρός της Βαγίας της Ζωρζ Σαρή, Δύο χρόνια διακοπές του Ιούλιου Βερν, Ο γλάρος Ιωνάθαν
του Ρίτσαρντ Μπαχ, και μερικές από εκείνες τις φοβερές περιπέτειες της
Ένιντ Μπλάιτον. Υπήρξαν τόσο σημαντικά για μένα αυτά τα βιβλία ώστε να
τα θυμάμαι ακόμα με την ίδια συγκίνηση με την οποία τα διάβασα τότε.
Επειδή διαβάζοντάς τα ταξίδεψα, ονειρεύτηκα, παρηγορήθηκα, ξέφυγα,
μεγάλωσα, υποσχέθηκα.
ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ
Ποια βιβλία διάβαζα ως παιδί;
Πόσο εύκολο μου είναι να απαντήσω. Δεν
έχω να στρέψω το κεφάλι μου στη μικρή βιβλιοθήκη του γραφείου μου, όπου
μαζί με όσα βιβλία έχω γράψει, μαζί με τα βιβλία αγαπημένων μου ανθρώπων
και κάποια ακόμα με ιδιαίτερο συναισθηματικό, για μένα, ενδιαφέρον, θα
δω και εκείνα που διάβαζα τα χρόνια που ήμουνα παιδί.
Βασιλιάς Αρθούρος, Το νησί των θησαυρών, Οι ήρωες του ’21, Ο μικρός λόρδος, Τα 11 πιο όμορφα παραμύθια του κόσμου…
Κι
άλλα ακόμα. Πολλά. Είχα την τύχη να έχω γονείς που πιστεύανε πως μια
καλή συντροφιά για το γιο τους είναι κι ένα βιβλίο. Και δεν μπορώ παρά
να τους ευγνωμονώ που μου ανοίξανε αυτούς τους δρόμους ζωής. Και μαζί με
αυτούς να θυμάμαι με ευγνωμοσύνη και αγάπη όσους επίσης μου χαρίζανε
βιβλία –τη θεία Λιλή, τον θείο Απόστολο, την κυρία Δέσποινα τη δασκάλα
μου.
Κι εγώ –α, το θυμάμαι!- άλλοτε γινόμουνα
πειρατής κι άλλοτε ιππότης, άλλοτε ξωτικά αντάμωνα κι άλλοτε μαγεμένες
βασιλοπούλες φιλούσα. Κι όλα αυτά –αυτός ο αχαλίνωτος κόσμος της
φαντασίας- υπήρξαν οι βάσεις να στηθεί η προσωπικότητά μου. Είμαι αυτός
που είμαι και γιατί από μικρός διάβαζα πολλά βιβλία. Και τα αγάπησα.
Και ήρθε κάποτε η ώρα που αποφάσισα πως
ήθελα κι εγώ να δημιουργήσω πλάσματα που θα κρατάνε συντροφιά σε άλλα
παιδιά. Να πως έγινα συγγραφέας. Και να πως έχει συμβεί και ένα μεγάλο
μέρος των βιβλίων που έχω γράψει ανήκει στην παιδική λογοτεχνία.
Κάθε βιβλίο που έχω διαβάσει –από τότε
που συλλάβιζα τις λέξεις, μέχρι σήμερα- υπήρξε σημαντικό για μένα.
Μπορεί τα περισσότερα να μην τα θυμάμαι πια. Μα σημασία έχει πως την ώρα
που κυκλοφορούσα στις σελίδες τους, κάτι από αυτά έπαιρνα, κάτι δικό
τους –ελάχιστο ή μέγα- γινότανε δικό μου.
Ναι. Οι σελίδες των βιβλίων είναι οι σάρκες μου και τα οστά μου. Τα βιβλία που διάβασα είμαι εγώ.
ΜΑΡΙΑ ΜΑΜΑΛΙΓΚΑ
Σημαντικά αναγνώσματα της παιδικής
ηλικίας ήταν κάποια γαλλικά εικονοβιβλία με εξαίρετες εικονογραφήσεις
που είχαν φέρει οι γονείς μου από την Αίγυπτο, μια και αυτά καλλιέργησαν
το αισθητικό μου κριτήριο. Επίσης τα «κλασικά εικονογραφημένα» που
αγόραζα από το περίπτερο, γιατί με έφεραν σε επαφή με αριστουργήματα της
παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ακόμη κάποιες νουβέλες για παιδιά και εφήβους,
αμφιβόλου προέλευσης και ποιότητας, τις οποίες μας δάνειζαν οι δασκάλες
στο σχολείο καλογραιών όπου φοίτησα. Λόγω του πουριτανικού τους
χαρακτήρα δημιουργούσαν μία ατμόσφαιρα ενοχής κι επιθυμίας, η οποία θα
χρησίμευε αργότερα ως μύηση στη λογοτεχνία αλλά και στον κίβδηλο κόσμο
των ενηλίκων.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑΣ
Οι κυριότεροι λόγοι για τους οποίους ένα
βιβλίο που διάβασε κάποιος παιδί παραμένει σημαντικό γι αυτόν χρόνια
μετά, είναι, κατά τη γνώμη μου, συναισθηματικοί. Το έχει συνδυάσει,
δηλαδή, με κάποια σημαντική στιγμή της ζωής του ή ακόμα και με ολόκληρη
την παιδική του ηλικία, ειδικά αν η ανάγνωση του βιβλίου αυτού ήταν
επαναλαμβανόμενη στο χρόνο.
Προτιμώ,
όμως, να μην μιλήσω για τέτοια φορτισμένα συναισθηματικά βιβλία και να
αναφερθώ στο βιβλίο που με έκανε να καταλάβω ότι:
α) ο συγγραφέας δεν είναι απαραίτητα κάποιος πεθαμένος (αντίθετα σφύζει από ζωντάνια, όπως και το παιδί - αναγνώστης του),
β) οι ήρωες μιας ιστορίας μπορεί να είναι οι φίλοι μου, ή ακόμα κι εγώ, και
γ) οι σκέψεις που έκανα τότε ως παιδί, μπορούσαν να αποτελέσουν τον κορμό ενός μυθιστορήματος.
Με λίγα λόγια, μιλάω για το βιβλίο που
με έβαλε στη διαδικασία να σκεφτώ πώς γράφεται μια ιστορία, με ποιους
ήρωες και γιατί. Και το βιβλίο αυτό το ξέρετε όλοι γιατί όλοι (και
ειδικά τα αγόρια) το έχετε διαβάσει. Αφήστε που ένα από τα τρία
μεγαλύτερα ροκ συγκροτήματα της δεκαετίας του ’90 στη χώρα μας πήρε το
όνομά του από τον τίτλο του βιβλίου αυτού.
Τα Ξύλινα Σπαθιά του
Παντελή Καλιότσου λοιπόν (γιατί αυτό είναι το βιβλίο στο οποίο
αναφέρομαι), εκδόθηκαν το 1972 κι από τότε δεν έχουν σταματήσει να
διαβάζονται αποδεικνύοντας ότι, ανεξάρτητα από το θέμα, η τόλμη στην
αφήγηση και η ζωντάνια του λόγου μπορεί να γοητεύει τους αναγνώστες
διαχρονικά.
Σε χαιρετώ, Παντελή Καλιότσο, μ’ ένα
ξύλινο σπαθί στο χέρι και τους στίχους ενός παράξενου τραγουδιού των
Ξύλινων Σπαθιών στα χείλη:
«Τα παραμύθια δεν είναι αλήθεια/ αλλά τουλάχιστον δεν είναι ψέματα».
ΣΟΦΙΑ ΜΑΝΤΟΥΒΑΛΟΥ
Όταν ήμουν παιδί μπορεί να μην έτρωγα το
φαί μου και όλοι να με φώναζαν οδοντογλυφίδα αλλά κανείς στην
οικογένεια δεν είχε παράπονο με την πνευματική τροφή που κατανάλωνα.
Έτρωγα με τα μάτια και την ψυχή μου τα βιβλία. Σαν γλυκάκια τα
καταβρόχθιζα. Έτσι απόκτησα μια υπέρβαρη φαντασία. Πολλές φορές
φερόμουνα σαν ονειροπαρμένη και το μυαλό μου δεν το είχα πουθενά αλλού
παρά στα όνειρα που κρύβουν μέσα τους τα παραμύθια. Άλλοτε Τοσοδούλα, Ασχημόπαπο, ή Κοριτσάκι με τα σπίρτα,
συνέπασχα με τους φτωχούς και τους αδικημένους ήρωες (κάτι που με
ακολουθεί μέχρι σήμερα) και άλλοτε απολάμβανα το λεπτό χιούμορ του
παραμυθά Αντερσεν. Τα αγαπημένα μου παραμύθια όμως ήταν τα παραμύθια των
αδελφών Γκριμ. (ακόμα και σήμερα το κομοδίνο μου κοσμείται από το
ξεφτισμένο παιδικό μου βιβλίο με τις πεντακόσιες σελίδες.) Με τις
ιστορίες τους με έμαθαν πως το καλό νικάει πάντα το κακό. Εκείνες
κατέγραψαν μέσα μου την πίστη πως τα παραμύθια είναι το καλύτερο μέσον
για να παρουσιάσουν μια ολοκληρωμένη εικόνα του κόσμου και να
κατακτήσουν τα παιδιά τις αξίες της ζωής. Αυτόν τον ρόλο των παραμυθιών
υπηρετώ εδώ και τριάντα χρόνια. Ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία, Η καλύβα του μπαρμπά Θωμά
(Χάριετ Μπίτσερ Στόου) με έπεισε πως ο συγγραφέας μέσα από το βιβλίο
του μπορεί να κάνει τον δικό του πόλεμο εναντίον της καταπίεσης του
ανθρώπου από τον άνθρωπο , το δικό του αγώνα για να στηρίξει τις αξίες
της ζωής. Οι κωμικές περιπέτειες του Χακ Φιν επιστήθιου
φίλου του Τομ Σώγερ (Μαρκ Τουέιν) ενίσχυσαν την αγάπη μου για το
χιούμορ και ή εναντίωσή του στα κηρύγματα του κατηχητικού σχολείου και
τους φυλετικούς διαχωρισμούς της εποχής του διαμόρφωσαν τη ελευθερία της
σκέψης και το συναίσθημά μου. Τα ατέλειωτα μυθιστορήματα του Ιουλίου
Βέρν με τη γνώση και την επιστήμη εντός των τειχών του παραμυθιού, με
οδήγησαν στην πεποίθηση πως η φαντασία μπορεί να δημιουργήσει τον κόσμο
στο μέλλον. Έκτοτε πορεύομαι από τη φαντασία στην πραγματικότητα και από
την πραγματικότητα στη φαντασία. Οι Περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων
του Λιούις Κάρολ και ο φανταστικός κόσμος της αλληγορίας επηρέασαν πολύ
το συγγραφικό μου έργο. Πέφτω στη λαγότρυπα, κλείνομαι στη λαγούμι της
γραφής και ακολουθώντας μια πορεία αυτογνωσίας μέσα από το χιούμορ και
το παράλογο σπάω τους κανόνες και ανατρέπω τα στερεότυπα της σκέψης.
Από τα παιδικά αναγνώσματα που γράφτηκαν στην ψυχή μου δεν θα μπορούσαν να λείπουν τα έργα των ελλήνων παραμυθάδων. Το Παραμύθι χωρίς όνομα
της Πηνελόπης Δέλτα, Ένα παραμύθι με φιλοσοφικά στοιχεία, αλληγορικό
και ηθικό περιεχόμενο. Η σημαντική των ονομάτων της χώρας Μοιρωλάτρων
που εκτυλίσσεται το παραμύθι και των ηρώων, ο βασιλιάς αστόχαστος, η
βασίλισσα Παλάβω, ο γιος τους Συνετός και η κυρά Φρόνηση, βρίσκονται
πάντα στην ψυχή μου παρέα με τον αγαπημένο μου Κλούβιο και Το Καπλάνι της βιτρίνας
της Άλκης Ζέη. Συχνά αναρωτιέμαι πιο είναι το βιβλίο που με ώθησε να
γίνω συγγραφέας και κυρίως για παιδιά. Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Όταν
αποφασίζω πως όλα τα βιβλία που διάβασα αλέσθηκαν μέσα στη φαντασία μου
και ότι η πολύχρωμη δύνη τους με παρέσυρε στην περιπέτεια της γραφής,
εμφανίζεται μπροστά μου ο Πίτερ Παν ήρωας του J. M.
Barrie και μου θυμίζει πως αυτός με έμαθε να πετάω, αυτός με παρέσυρε
στον κόσμο της ατέλειωτης νεότητας και παραμένω ακόμα παιδί για να μπορώ
να αισθάνομαι σαν παιδί, να ονειρεύομαι σαν παιδί, να μαθαίνω σαν παιδί
και να ερωτεύομαι κάθε Πίτερ Παν που συναντάω.
Η πρώτη μου γνωριμία με τον Πίτερ έγινε
μέσα στο παιδικό μου δωμάτιο ένα βράδυ όπως τόσα άλλα βράδια. «Δεν θέλω
να πάω για ύπνο κλαψούρισα και περίμενα για μια ακόμα φορά να ακούσω:
«τα παιδιά πρέπει να κοιμούνται νωρίς.» Με μεγάλη μου έκπληξη η μαμά μου
είπε: «Στο δωμάτιό σου σε περιμένει ένας φίλος». Ξέχασα κάθε αντίσταση
και έτρεξα με ενθουσιασμό. Μέσα στο δωμάτιο δεν είδα κανέναν φίλο. Έψαξα
κάτω από το κρεβάτι, μέσα στην ντουλάπα, κοίταξα πίσω από την κουρτίνα
και ξαφνικά το είδα. Ή μάλλον τους είδα. Πάνω στην καινούργια κίτρινη
κουρτίνα, ο Πίτερ Παν και η παρέα του μου χαμογελούσαν. Η συνύπαρξη με
τον Πίτερ άλλαξε τη ζωή μου. Μόλις η μητέρα μου έκλεινε την πόρτα άρχιζε
η νυχτερινή μας ζωή. Του διάβαζα τα αγαπημένα μου παραμύθια , διασκευή
του Σαίξπηρ για παιδιά ή τις δικές του περιπέτειες. Μου άρεσε να
μεταμορφώνομαι από τη μια στιγμή στην άλλη σε Γουέντυ, Τίνκερμπελ ή
Κάπτεν Χουκ. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τα παιχνίδια και τις τρέλες μας. Η
τελευταία τρέλα χάθηκε μαζί με την κίτρινη κουρτίνα, που κανείς δεν
σκέφτηκε να φυλάξει, όταν το παιδικό δωμάτιο έγινε εφηβικό. Συχνά
αναρωτιέμαι μήπως αυτή η κουρτίνα με έκανε συγγραφέα.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΝΙΚΑ
Θυμάμαι το πρώτο βιβλίο που μου χάρισαν τα Χριστούγεννα της Α’ δημοτικού: μια πολύχρωμη έκδοση από τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ.
Μόλις είχα μάθει ανάγνωση και βέβαια ήταν μεγάλη πρόκληση να μπορώ να
διαβάζω μόνη μου. Ούτε που θυμάμαι πόσες φορές διάβασα αυτό το βιβλίο,
σχεδόν το είχα μάθει απέξω.
Το βιβλίο όμως που διάβασα ως παιδί και
θεωρώ ότι έχει μείνει βαθιά χαραγμένο μέσα μου είναι το Παραμύθι χωρίς
όνομα της Πηνελόπης Δέλτα. Το διάβασα τότε μονορούφι χωρίς να μπορώ να
το αφήσω από τα χέρια μου και μέχρι σήμερα, το προτείνω με σιγουριά
στους μαθητές μου. Είναι συγκλονιστικό το ότι το κείμενο αυτό γράφτηκε
από τη Δέλτα πριν 100 χρόνια και μέχρι σήμερα εξακολουθεί να είναι
επίκαιρο και να συγκινεί τα παιδιά.
Κάθε φορά που διαβάζω τον διάλογο του
βασιλόπουλου με τον δάσκαλο ή τη συνάντησή του με τον κυρ-Λαγόκαρδο
κατακλύζομαι από τα ίδια έντονα συναισθήματα όπως και τότε.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
Μεγάλωσα,
όπως πολλά παιδιά της εποχής, διαβάζοντας ΚΛΑΣΣΙΚΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ,
μαζί βέβαια με τα κλασσικά comics «ΑΓΟΡΙ», «ΜΠΛΕΚ» και Μίκυ Μάους. Από
όλα αυτά τα παιδικά αναγνώσματα, πήρα εικόνες σε συνδυασμό με κείμενο.
Με βοήθησαν στο να οπτικοποιώ μια ιστορία.
Αργότερα, αρχίζοντας να διαβάζω λογοτεχνία, μπορώ να πω ότι δύο είναι τα βιβλία που με έχουν σημαδέψει: Ο Άρχοντας των Μυγών του Ουίλιαμ Γκόλντινγκ και Ο φύλακας στη σίκαλη
του Σάλιντζερ. Από τα δύο αυτά βιβλία δεν πήρα μόνο την έννοια της
δράσης, το πώς δηλαδή προχωρά μια ιστορία, αλλά κυρίως την έννοια των
επιλογών που έχει κάθε άνθρωπος και καλείται να αποφασίσει.
Πιστεύω ότι ο «Άρχοντας των Μυγών» με
επηρέασε ως προς το στοιχείο της δυστοπίας, το οποίο μου αρέσει να
επαναφέρω στα βιβλία μου, ενώ ο «Φύλακας» μου έδωσε στοιχεία ρεαλισμού.
Έκτοτε δεν έχω «τολμήσει» να τα ξαναδιαβάσω, από φόβο ίσως μην τα
απομυθοποιήσω.
Πάντως αυτά τα δύο αναγνώσματα δημιούργησαν μέσα μου την
αγάπη και εκτίμηση που έχω για την Αγγλοσαξονική λογοτεχνία.
ΛΟΤΗ ΠΕΤΡΟΒΙΤΣ-ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ
Όταν ήμουν μικρό παιδί, μόνιμος σύντροφός μου ήταν το Παραμύθι χωρίς όνομα.
Το κρατούσα αγκαλιά όπως κρατούσαν τις κούκλες τους άλλα κορίτσια της
ηλικίας μου. Δύσκολα πολύ τα χρόνια τότε, μα τούτο το βιβλίο ήταν η
παρηγοριά μου. Θυμάμαι ολοζώντανα την ευεξία που ένιωσα όταν έφτασα
πρώτη φορά στο τέλος του βιβλίου. Θυμάμαι την πεποίθηση που αισθάνθηκα
ότι αξίζει κανείς να μάχεται για το δίκιο και το κοινό καλό, όπως
κατάλαβαν κι έπραξαν τελικά οι κάτοικοι της χώρας των Μοιρολατρών.
Θυμάμαι την ελπίδα που φούντωσε μέσα μου ότι από τα ερείπια, την πείνα
και το θάνατο που έβλεπα γύρω μου θ’ αναστηθεί μια χώρα όμοια μ’ εκείνη
που κατάφεραν να ξαναφτιάξουν οι Μοιρολάτρες. Από τότε πάμπολλες φορές
ξαναδιάβασα το Παραμύθι χωρίς όνομα. Και παραμένει για μένα
πάντα σημαντικό, πάντα το γιατρικό μου σε ώρες κόπωσης ψυχικής, σε
στιγμές απελπισίας, σε δύσκολους καιρούς σαν τους σημερινούς.
Στην
χρόνια της προεφηβείας, όσα βιβλία υπήρχαν στη μικρή μου βιβλιοθήκη τα
είχα διαβάσει. Έτσι ο πατέρας μου, μη έχοντας τι άλλο να κάνει – πού η
πληθώρα των σημερινών παιδικών βιβλίων εκείνα τα χρόνια! – μου έδωσε από
τη δική του βιβλιοθήκη τη Φόνισσα του Αλέξανδρου
Παπαδιαμάντη. Δυσκολεύτηκα στην αρχή με τη γλώσσα, σύντομα ωστόσο
κατάφερα να το διαβάζω άνετα. Κατατρόμαξα με τη φοβερή Φραγκογιαννού,
αλλά και μαγεύτηκα με τη γραφή την ιδιόμορφη και μοναδική του
Παπαδιαμάντη. Η Φόνισσα ήταν το έναυσμα για να γνωρίσω τα
επόμενα χρόνια ευρύτερα το ανεκτίμητο έργο του, που παραμένει
ακρογωνιαίος λίθος της λογοτεχνίας μας και δική μου διαρκής καταφυγή.
Σημαντικότατα παραμένουν για μένα δύο ακόμη βιβλία, που διάβασα στην εφηβεία μου: Η Πριγκηπέσα Ιζαμπώ του Άγγελου Τερζάκη και η Αναφορά στον Γκρέκο του
Νίκου Καζαντζάκη. Αριστουργήματα και τα δυο, το πρώτο εξακολουθεί, κατά
τη γνώμη μου, να είναι υπόδειγμα για το πώς μπορεί να γραφεί ένα
συγκλονιστικό ιστορικό μυθιστόρημα, ζωντανεύοντας με απαράμιλλη μαστοριά
και γνώση μια ολόκληρη εποχή. Και το δεύτερο παραμένει πάντα μια
αναλλοίωτη λιονταρίσια πνευματική τροφή, ένας αξεπέραστος οδοδείχτης για
την ανθρώπινη αξιοπρέπεια μπροστά στην περιπέτεια της ζωής και στο
μυστήριο του θανάτου.
ΜΑΡΙΑ ΡΟΥΣΑΚΗ
Έχοντας μεγαλώσει μέσα σε άλλον
πολιτισμό και γλώσσα, οι επιρροές μου από την παιδική λογοτεχνία
μοιάζουν πολύ διαφορετικές από τους περισσότερους Έλληνες συγγραφείς της
εποχής μου. Σαν παιδί, μιλούσα, έγραφα και διάβαζα ελάχιστα ελληνικά. Η
μητρική μου γλώσσα ήταν τα αγγλικά. Ωστόσο, τα σημαντικότερα
λογοτεχνικά έργα για μένα, αν τα κατατάξω ηλικιακά, ήταν τα κάτωθι:
Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων διότι απλούστατα μου έμαθε ότι καμιά φορά δεν υπάρχει λογική.
Το δέντρο που έδινε του Shel Silverstein διότι μου έμαθε για το δώρο του δοσίματος και της άνευ όρων αγάπης.
20,000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα του Ιουλίου Βερν διότι ζούσα μια ανεπανάληπτη περιπέτεια όσες φορές κι αν το διάβαζα.
Τα βιβλία της Μπέβερλι Κλίρι με πρωταγωνίστρια τη Ραμόνα διότι ταυτίστηκα αβίαστα με εκείνην.
Τα βιβλία της Τζούντι Μπλουμ στη προεφηβεία διότι είχαν την τόλμη να μιλούν τη γλώσσα της νεολαίας.
ΕΛΕΝΗ ΣΒΟΡΩΝΟΥ
Παραμένουν σημαντικά τα παρακάτω βιβλία που διάβασα μικρή:
Το καπλάνι της βιτρίνας,
της Άλκης Ζέη. Το πρώτο βιβλίο, μετά από τόσους Ιουλίους Βερν και άλλες
περιπέτειες που είχα διαβάσει, που ήταν γερά ριζωμένο στο εδώ και τώρα
της παιδικής μου ηλικίας.
Ο θησαυρός της Βαγίας, της Ζωρζ Σαρή. Για την αίσθηση του καλοκαιριού στην Αίγινα.
Τα ψάθινα καπέλα, της
Μαργαρίτας Λυμπεράκη. Γιατί ταίριαζε καταπληκτικά με την ώρα που το
διάβαζα, μεσημέρι καλοκαιριού, ησυχία, με το παράθυρο ανοιχτό και την
πορτοκαλιά να στέλνει αρώματα.
Το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ. Για το βλέμμα της Άννας Φρανκ στα πράγματα. Και για το συγκλονιστικό τέλος, το μη-τέλος του βιβλίου.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΦΡΑΓΚΕΣΚΑΚΗ
Παιδί, λάτρευα τον Ιούλιο Βερν, τον Σουίφτ, τον Ντεφόε.
Τον Βερν, για Το ταξίδι στο κέντρο της γης, Τα τέκνα του πλοιάρχου Γκράντ, τις Είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα, τις Πέντε εβδομάδες με αερόστατο. Μα πιο πολύ τον λάτρευα για το Γύρο του κόσμου σε 80 ημέρες.
Παρέα με τον ιδιόρρυθμο Φιλέα Φόγκ ξεκινούσα περιπετειώδες ταξίδι από
το άκρον του Αιγαίου στο κέντρο της Ευρώπης κι από κει στην Ασία, στην
Αφρική, στην Αμερική. Όταν τελείωνε το ταξίδι, είχα κάνει κι εγώ τη δική
μου, προσωπική μετάβαση.
Τον Σουίφτ, για Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ,
βέβαια. Ο Γκιούλιβερ λατρεύει τα ταξίδια κι εγώ τον Γκιούλιβερ.
Μπαρκάρει, κι εγώ μαζί του. Από τη Λιλιπούτη στη χώρα των γιγάντων και
από τη Λαπούτα στη χώρα των Χουίχνμς. Γνωρίζω άγνωστες θάλασσες κι
εξωτικές χώρες. Γίνομαι μαζί του εξερευνήτρια κι ανθρωπολόγος.
Τον Ντεφόε, γιατί άλλο; Για τον Ροβινσώνα Κρούσο
του. Ο Ροβινσώνας ξεκινά τα ταξίδια παρά τη θέληση των γονιών του που
θέλουν να μείνει σπίτι και να γίνει ίσως δικηγόρος. Υπάρχει καλύτερος
λόγος για να τον αγαπήσεις; Μακρινές θάλασσες, τροπικά νησιά, μεγάλες
φιλίες, 28 χρόνια ναυαγός, εξομολογήσεις σε προσωπικό ημερολόγιο.
Καταφέρνει να ζήσει αυτάρκης και να επιβιώσει σε περιβάλλον ανυπέρβλητων
δυσκολιών. Πώς να μη γίνει και δικός σου φίλος;
Είναι μερικά από τα βιβλία που αγάπησα
στα παιδικά μου χρόνια - αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα-τότε που η
λογοτεχνία για παιδιά, ειδικά στην ελληνική περιφέρεια, δεν είχε τη
σημερινή έκταση.
Αεροπορικά και διαστημικά ταξίδια ,
ιστορίες επιστημονικής φαντασίας, συναρπαστικές διαδρομές, εξωφρενικές
περιπέτειες. Κι εσύ μαζί τους να σπας τα μικρά σου σύνορα, να κατακτάς
τον κόσμο κι ο κόσμος να σε κατακτά. Να κατακτάς ταυτόχρονα μικρά
κομμάτια ενηλικίωσης.
Σκληρό χρωματιστό εξώφυλλο, σχεδόν
χειροποίητη έκδοση, ιδιόχειρη αφιέρωση στην πρώτη λευκή σελίδα. Ένα
ολόκληρο σύμπαν μέσα στη χούφτα σου. Ευτυχία!
ΛΙΤΣΑ ΨΑΡΑΥΤΗ
Έζησα δύσκολα παιδιά χρόνια. Πόλεμο,
κατοχή, εμφύλιο. Τα παιδικά βιβλία ήταν πολυτέλεια. Δανειζόμουνα από
τους δασκάλους μου βιβλία για μεγάλους. Δε θυμάμαι πόσες φορές διάβασα
τους Αθλίους του Βίκτωρος Ουγκώ και το Όσα παίρνει ο άνεμος
της Μάργκαρετ Μίτσελ. Είχαν και τα δυο όσα με γοήτευαν εκείνη την
εποχή. Περιπέτειες, κοινωνικά προβλήματα, έρωτες, μίση και πάθη, αλλά
και έντονο προβληματισμό.
Πηγή: www.bookpress.gr